Home » , » Το μεγάλο μας τσίρκο

Το μεγάλο μας τσίρκο


  
Το μεγάλο έργο του Ιάκωβου Καμπανέλη, το οποίο η Τζένη Καρέζη και ο Κώστας Καζάκος, μετέτρεψαν σε μια πραγματική αντι-δικτατορική διαδήλωση.

Μέσα στα μαύρα χρόνια της
Δικτατορίας των Συνταγματαρχών και
ενώ η πλειοψηφία του Ελληνικού λαού, έχει σκύψει το κεφάλι απέναντι στην Χούντα. Ο Ιάκωβος Καμπανέλης, η Τζένη Καρέζη, ο Κώστας Καζάκος, ο Νίκος Ξυλούρης και άλλοι μεγάλοι καλλιτέχνες, προσπαθούν μέσα από ένα ιστορικό ταξίδι από το 1821 μέχρι την αντίσταση και τον εμφύλιο, να θυμίσουν στον ελληνικό λαό πως : δεν πρέπει να σφίξει άλλο το ζωνάρι...



   Η ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Το θεατρικό έργο «Το μεγάλο μας τσίρκο» του Ιάκωβου Καμπανέλλη, σταθμός για το ελληνικό θέατρο, ανέβηκε το καλοκαίρι του ’73 στα χρόνια της δικτατορίας και οι παραστάσεις του ήταν στην ουσία οι μαζικότερες – μέχρι το Πολυτεχνείο – πολιτικές συγκεντρώσεις διαμαρτυρίας.

Την Περίοδο εκείνη, ο πολιτιστικός παράγοντας στη δημόσια ζωή, ήταν εξαφανισμένος, θα μπορούσαμε να πούμε «βιασμένος», καθώς η Ελληνική κουλτούρα ή διανόηση και η παράδοση είχαν «αλωθεί» από ένα μίγμα Αμερικανικού στιλ, και βλάχικης νοοτροπίας… Το λεγόμενο «κιτς» την περίοδο της δικτατορίας, βασίλευε.

Φυσικά αυτό δεν ήταν κάτι περίεργο, καθώς όλοι οι κοινωνικοί παράγοντες και παράμετροι είχαν μπει στο «Γύψο» από τον Γ. Παπαδόπουλο και όπως αναφέρει σε μια στιγμή το θεατρικό έργο, στην πρώτη παράσταση μετά την δικτατορία (1974) όπου ξαναπαίχτηκε : «… 21 Απριλίου, ένας Έλληνας, ειδοποίησε 8 εκατομμύρια Έλληνες, ότι πρέπει να μπουν στο γύψο, ότι είναι ασθενής και διανοητικά καθυστερημένοι». Έτσι λοιπόν και σε συνδυασμό με τις μαζικές φυλακίσεις, εκτελέσεις, εξορίες και τα βασανιστήρια, πολλών αγωνιστών και πάμπολλων, διανοούμενων και καλλιτεχνών, φτάσαμε στο σημείο εκείνο όπου η χώρα με την μεγαλύτερη πολιτισμική ιστορία είχε μείνει απλά «χώρα».
 
Προς το τέλος της δικτατορίας, οι ηθοποιοί Κ. Καζάκος και Τ. Καρέζη, ζήτησαν από τον Ιάκωβο Καμπανέλη να τους γράψει ένα θεατρικό, στα πρότυπα ενός Γαλλικού έργου που είχαν παρακολουθήσει. Ο Ι. Καμπανέλης, συνέλαβε τότε την ιδέα, της Ιστορικής αναδρομής στην Ελλάδας του 19ου και 20ου αιώνα  η οποία τελικώς, θα παρουσιαζόταν σε ένα είδος τσίρκου.
Στην Παράσταση, συμμετέχει και ο Δ. Παπαγιανόπουλος , ο οποίος παίζει το ρόλο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και πιο συγκεκριμένα, το «άγαλμα» του γέρου του Μοριά, το οποίο μπορεί και μιλά, απαγγέλλοντας τα προφητικά λόγια του ήρωα της Ελληνικής επανάστασης.

Τη μουσική, η οποία αποτελεί μεγάλο μέρος της παράστασης, καθώς ήταν πιο εύκολο για τους συντελεστές να περάσουν τα αντι– δικατορικά μυνήματά τους μέσω του ποιητικού λόγου και του τραγουδιού, (χωρίς οι πράκτορες της ασφάλειας να μπορέσουν να τους καταλάβουν) και την οποία αναλαμβάνει ο Σταύρος Ξαρχάκος, γράφοντας μια σειρά από αξέχαστα τραγούδια που είναι διαχρονικά και επίκαιρα ειδικά σήμερα. Την εκτέλεση αναλαμβάνει ο Νίκος Ξυλούρης, ο οποίος θεωρείται ήδη «σύμβολο» κατά της δικτατορίας και με την μοναδική φωνή και τον ερμηνευτικό του χαρακτήρα, απογειώνει την παράσταση και συγκινεί τους χιλιάδες θεατές που μαζεύονται καθημερινά στο θέατρο.

Το μεγάλο πρόβλημα όμως των συντελεστών του έργου, ήταν η «λογοκρισία» η οποία τότε μπορούσε να επιφέρει και βαριές ποινές.
Έτσι ο συγγραφέας εξαπατά τους λογοκριτές με ένα απλό σχέδιο: ενώ το θεατρικό αποτελούταν από 10 κύριους σπόνδυλους, ο Καμπανέλης γράφει άλλους δέκα και βάζει λάθος την σειρά των εκφράσεων, ώστε να μη μπορεί να κατανοηθεί τίποτα από τους λογοκριτές.
Τελικά, δεν αποφεύγουν την πλήρη λογοκρισία και μαζί με τα ψεύτικα, «κόβονται» και οι κανονικές, ατάκες του έργου.
Όμως ακόμα και αυτές είναι αρκετές για να προκαλέσουν όπως θα δούμε στη συνέχεια, ένα είδος εξέγερσης!
Η παράσταση Κάνει πρεμιέρα το καλοκαίρι του 1973 , στο θέατρο «Αθήναιον» . Πάει αρκετά καλά από τις πρώτες, μέρες αλλά όσο αυτές παίρνουν παίρνει τεράστιες διαστάσεις, όσον αφορά τι συμμετοχή!
Υπολογίζονται σε πάνω από 400.000 κόσμου ο οποίος έκοψε εισιτήριο για την παράσταση.
Μέσα σε λίγους μήνες έχει γίνει ήδη πολύ «επικίνδυνη» για το καθεστώς , το οποίο δεν αργεί να λάβει μέτρα…

Καθημερινά και για όσο παίζετε η παράσταση, πλήθος, πρακτόρων της ασφάλειας, της ΕΑΤ-ΕΣΑ καθώς και αστυνόμοι, βρίσκονται μέσα στο θέατρο και «παρακολουθούν» την παράσταση…
Σημειώνουν τις ατάκες, οι οποίες φέρουν αναγνώριση από το κοινό, αυτές που καταχειροκροτούνται ή που προκαλούν γέλιο, ώστε να «κοπούν» με την σειρά τους, σύμφωνα με το κώδικα 195…

Σιγά σιγά και όσο φτάνουμε κοντά στην εξέγερση των φοιτητών το Νοέμβρη και την κατάληψη του πολυτεχνείου, η κατάσταση από τη μεριά της δικτατορίας, έχει ξεφύγει, σε όσον αφορά τουλάχιστον την παράσταση.
Έτσι, ενώ οι πρωταγωνιστές, αρκετές φορές μέσα στη βδομάδα, αναγκάζονται να επισκεφθούν την ασφάλεια και την ΚΥΠ για να δίνουν αλλεπάλληλες εξηγήσεις για το «τι» και «πως» λένε και πράττουν στην παράσταση, το ίδιο το θεατρικό, έχει ήδη μετατραπεί σε μια πραγματική διαδήλωση ενάντια στη δικτατορία.
Χαρακτηριστικό είναι, πως ενώ παίζεται η παράσταση, ταυτοχρόνως η ασφάλεια κυνηγά, άτομα από το κοινό μέσα στο θέατρο, φοιτητές από το πολυτεχνία πηγαινοέρχονται για να αποφύγουν τους πράκτορες, βασανισμένοι από την ΕΑΤ-ΕΣΑ και τις φυλακίσεις, παρακολουθούν την παράσταση μόλις αποφυλακίζονται, με σπασμένα άκρα ή άλλες δυσλειτουργίες που τους «χάρισε» το έκτρωμα, της εκτροπής.

Και ενώ το πλήθος δεν μπορεί να ελεγχθεί, καθώς μιλάμε για μεγάλες μάζες ανθρώπων οι οποίοι συρρέουν για να δουν την παράσταση, αλλά ακόμη και έτσι, όλοι, βρίσκονται σε έναν εξεγερσιακό αναβρασμό ο οποίος δεν συγκρατιέται μετατρέποντας έτσι το θέατρο σε καζάνι που, βράζει.
«Ο Νίκος Ξυλούρης ήταν εδώ χθες» λένε οι φοιτητές λίγο πριν την κατάληψη του πολυτεχνείου μετατρέποντας τον καλλιτέχνη καθώς και την παράσταση ολόκληρη σε σύμβολο του επικείμενου αγώνα.  Συνθήματα όπως, «ψωμί- παιδεία- ελευθερία» ή «φωνή λαού– οργή θεού» πηγάζουν ουσιαστικά από την παράσταση.
Η μόνη λύση για το καθεστώς είναι το σταμάτημα της παράστασης.
Έτσι, ενώ ο Καζάκος και η Καρέζη, μαζί με άλλους από την παράσταση, φτιάχνουν κρυφά ηχητικά αντίγραφα από την παράσταση, εισβάλει στο σπίτι τους η ασφάλεια και συλλαμβάνει τη Τζένη Καρέζη.
Μετά από λίγο συλλαμβάνεται και ο Κ. Καζάκος.
Η Καρέζη μένει στα κρατητήρια της ΕΑΤ-ΕΣΑ για περίπου ένα μήνα ενώ δεν βασανίζεται σωματικά, όπως πολύ άλλοι πολιτικοί κρατούμενοι, αλλά δέχεται τον ψυχολογικό βασανισμό, από τους «κάφρους» βασανιστές.

Στις 15 Δεκεμβρίου και μετά από ένα μήνα φυλακής, η Καρέζη αποφυλακίζεται και στις 22 του ίδιου μήνα ξαναρχίζουν τις παραστάσεις.
Εκείνη τη μέρα και σ’ εκείνη την παράσταση, το θέατρο είναι ασφυκτικά γεμάτο, τόσο από θεατές, όσο και από αστυνόμους…

Με το που τελειώνει η παράσταση με το απίστευτο τραγούδι : «Λαέ μη σφίξεις άλλο το ζωνάρι» το οποίο μαζί με τον Ξυλούρη ερμηνεύει συγκινημένη και η Καρέζη, το κοινό τους πετά «βροχή» από κόκκινα γαρύφαλλα τα οποία είχαν κρύψει και τους καταχειροκροτεί.

Τότε η Καρέζη εμφανώς συγκινημένη λέει:
«ναι μπορώ να ξανακάνω φυλακή, ναι μπορώ να ξανακάνω»

ΤΟ 1-1-4

Το σημαντικότερο σημείο και το βαθύτερο νόημα του θεατρικού, είναι η Δημοκρατία, η ανεξαρτησία και ο αγώνας, ο διαχρονικός αγώνας των λαών για σύνταγμα, το οποίο βρίσκεται σχεδόν πάντα ή υπό μερική ή υπό ολική εκτροπή από τους δυνάστες του λαού.
Έτσι και μέσω της απίστευτης ιδέας του συγγραφέα, να ταξιδέψει μαζί με το κοινό, μέσω της παράστασης στο χρονικό αυτού του ασταμάτητου αγώνα για «Σύνταγμα», για ελευθερία δηλαδή, από το 1821 μέχρι τις μεγάλες λαϊκές κινητοποιήσεις την περίοδο της αποστασίας, λίγο πριν τη Δικτατορία, όπου οι εργάτες και ο φτωχός λαός συγκρούονταν καθημερινά με την αστυνομία φωνάζοντας το παράξενο σύνθημα, γνωστό ως 1-1-4.
Το 1-1-4,΄ήταν το ακροτελεύτιο άρθρο του Συντάγματος για εκείνη την εποχή, ένα άρθρο μοναδικό στο κόσμο, το οποίο σήμερα γνωρίζουμε ως άρθρο 120 του συντάγματος και το οποίο αναφέρει ρητά : 
« H τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων, που δικαιούνται και υποχρεούνται να αντιστέκονται με κάθε μέσο εναντίον οποιουδήποτε επιχειρεί να το καταλύσει με τη βία.»

Η παράσταση προσφέρει με έναν πολύ πρωτοποριακό και ποιητικό τρόπο, όσα είχε να δώσει στην Αθηναϊκή κοινωνία τότε. Συγκεκριμένα ο Συγγραφέας, τοποθετεί αλληγορικά , τα λόγια του Κολοκοτρώνη ( Δ. Παπαγιανόπουλος) στο κεφάλαιο «Η τρείς του Σεπτέμβρη», δηλαδή στις 3/9/1843, όπου ο Ελληνικός λαός ζήτησε για πρώτη φορά να έχει Σύνταγμα:
 « Για ακούτε, βρε τωρινοί Έλληνες, εμείς οι παλαιοί, όσο ζούσαμε, πολλά επικραθήκαμε και αδικηθήκαμε. Μην αφήνετε τους σπεκουλαδόρους να κάνουνε τους πεθαμένους πολεμιστές κάλπικη μονέδα για να σας πουλάν και να σας αγοράζουν. Κι αν θέτε στα αλήθεια να τιμήσετε εμάς τους παλιούς, μη μας τηράνε πλέον. Κάμετε τον δικό σας δρόμο, πάτε μπροστά και λησμονήστε μας! Μη σας λένε πως εμείς αγράμματοι, με ένα ξεροκόμματο και με την πίστη στον Χριστό κάναμε θάματα! Πού είσαι, ορέ Καραϊσκάκη, να τα πεις καλύτερα! Εμείς επολεμήσαμε για να έχετε σεις τα γράμματα και το ψωμί που δεν είχαμε και να μη χρειάζεστε θάματα για να ζήσετε ζωή ανθρωπινή... Έι, Παπαφλέσσα, σήκω και έλα βοήθα. Αφήστε τον δικό μας αγώνα και κοιτάτε τον δικό σας... Οι πεθαμένοι με τα πεθαμένα και οι ζωντανοί με τα ζωντανά».




Share this article :

0 σχόλια:

Speak up your mind

Tell us what you're thinking... !

 
Support : Creating Website | Johny Template | Mas Template
Proudly powered by Blogger
Copyleft 2013 Η αναπαραγωγή - αναδημοσίευση τμήματος ή ολόκληρης ανάρτησης όχι μόνο επιτρέπεται αλλά και ενθαρρύνεται. Με την καλόπιστη και ρητή αναφορά της πηγής.. BABUSHKA
Template Design by Creating Website Published by Mas Template