ψωμί-παιδεία-ελευθερία,
ψωμί- παιδεία-ελευθερία,
ψωμί-παιδεία-ελευθερία. Δυο βδομάδες τώρα ξυπνάω τα
πρωινά με τις πρόβες των παιδιών ενόψει της επετείου του πολυτεχνείου από το
διπλανό σχολείο.
Γράφει
η Mpanana
Κάτι παθαίνουν όσο το φωνάζουν τα πιτσιρίκια, σαν να
αυξάνεται το πάθος τους με τη φορά. Σαν να μπορούν να καταλάβουν τι φωνάζουν,
σαν να μπορούν να αναλογιστούν την αναγκαιότητα ύπαρξης αυτών των τριών λέξεων
από πάντα και για πάντα. Ίσως σήμερα να μπορούν περισσότερο από ποτέ.
Ψωμί-παιδεία-ελευθερία,
η χούντα δεν τελείωσε το ’73. Σύνταγμα 2011. Κάποια Κυριακή του Μαΐου το ‘11,
μπορεί και την πρώτη Τετάρτη, το άκουσα για πρώτη φορά. Οι ίδιοι που μιλούσαν
και έγραφαν για την πτώση του τουρισμού και την καταστροφή του κέντρου από τις
διαδηλώσεις των ημερών, σχολίαζαν πως το σύνθημα ήταν ανιστόρητο και ανακριβές.
Η Χούντα δεν τελείωσε το ’73. Η χούντα δεν τελείωσε. Τελείωσε στα χαρτιά,
τελείωσαν οι Παπαδόπουλοι και οι Πατακοί, τελείωσαν τα τανκς στους δρόμους και
οι πυροβολισμοί στις ταράτσες. Μείναμε
με τους απογόνους των βασανιστών και των φασιστών. Έχουν ακόμα θέσεις στη
βουλή, στις μεγάλες εταιρείες, στα νοσοκομεία, στα σώματα ασφαλείας.
17
Νοέμβρη 2011 ήμουν
στη δουλειά. Στις 5 άρχισα να μαζεύω τα πράγματα μου, να κλείνω τον υπολογιστή,
να μαζεύω χαρτιά και κάπου εκεί λέω στη μάνατζερ ‘θα φύγω κάπως γρήγορα σήμερα
αν δεν υπάρχει πρόβλημα’. Ναι ναι, αυτή, στο τρέξιμο εγώ. ‘Δε νομίζω να
πηγαίνεις σε καμιά πορεία, γίνεται χαμός’. Κάποιος άλλος μάλλον θα απαντούσε
κάτι άλλο σε μια σύζυγο και κόρη στρατιωτικού. Εγώ απάντησα ‘ναι ναι, τρέχω να
προλάβω την πορεία έστω στο σύνταγμα’. Τότε σηκώνεται, με πλησιάζει, μου
ακουμπάει το χέρι με αυτόν τον ανατριχιαστικά αλαζονικό τρόπο και μου λέει
‘Πάντως, μην τα πιστεύεις όλα αυτά που λέγονται για τη Χούντα. Εμένα η μάνα μου
με τη θεία μου πήγαιναν για θέατρο στη Βουκουρεστίου κανονικά’. Έτσι λοιπόν.
Μείναμε με τους απογόνους των αδιάφορων, των μη συμμετεχόντων, των βολικά
καθήμενων.
17
Νοέμβρη κάπου στο
τέλος του ‘70.
Ένας
ΕΠΟΝίτης από την Παλιά Κοκκινιά, με θητείες στην Ικαρία και τη Μακρόνησο, τότε
παντρεμένος με ένα παιδί. Η γυναίκα του δούλευε και αυτός είχε μείνει σπίτι να
κρατήσει το παιδί. Του είπε θα αργήσει, αυτός τρωγόταν φυλακισμένος στο σπίτι.
Κοίτα μέρα που έτυχε να αργήσει. Παίρνει το παιδί, το βάζει στο αυτοκίνητο και
οδηγεί προς το κέντρο. Κάπου στο ύψος της Μιχαλακοπούλου βρίσκει να παρκάρει.
Έχει τέτοια λύσσα να βρίσκεται εκεί που σκέφτεται πως είναι καλή ιδέα να αφήσει
για λίγο το παιδί στο αυτοκίνητο για να πάει να δει τι γίνεται στην πορεία. Του
εξηγεί πολύ γρήγορα πως δεν θα πρέπει να βγει από το αυτοκίνητο για κανένα
λόγο. Η ώρα περνούσε, φοβήθηκε σε κάποιο σημείο και βγήκε. Στην πορεία έπεφτε
ξύλο, κυνηγητό, ο πατέρας του εγκλωβίστηκε στα επεισόδια. Γύρισε ώρες μετά στο
αυτοκίνητο, το παιδί δεν ήταν εκεί. Του είχαν πάρεις το παιδί; Το παιδί, που
είναι το παιδί; Τις φωνές του ακούει μια γυναίκα που ανοίγει την πόρτα του
σπιτιού της και στα χέρια της κρατάει το παιδί. ‘Έκλαιγε, είχε φοβηθεί πολύ,
δεν ήξερα τι να κάνω και το πήρα μέσα’.
Κάποιοι
με τέτοιες ιστορίες και κάποιοι με τα ‘δεν ήταν και τόσο άσχημα στη χούντα’ και
τα ‘ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται’. Χωρισμένοι σε βασανιστές και θύματα, σε
αγωνιστές και νοικοκυραίους, σε φοβισμένους και τραμπούκους και οι πιο πολλοί
να στέκονται στη χωρίς ευθύνη μη συμμετοχή τους σε οτιδήποτε. Να ναι καλά αυτοί
οι κάποιοι που αντιστάθηκαν ξέρουν μόνο να πουν. Μνήμες που η κρίση ξαναέφερε
στην επιφάνεια. Δεν είναι ίδιο το σύνθημα σήμερα με όταν το τραγουδούσες στο
σχολείο. Τότε μάλλον είχες ψωμί. Τώρα έχασες κι αυτό ή το χάνεις.
το άρθρο γράφτηκε για το τεύχος 19 του περιοδικό Babushka
0 σχόλια:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !