Ο Γιώργος Κατρούγκαλος, Συνταγματολόγος και Καθηγητής στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης , μιλά στο babushka.gr για το μνημόνιο , το σύνταγμα και το Ελληνικό χρέος.
Κύριε Κατρούγκαλε , δύο περίπου χρόνια τώρα, ο Ελληνικός λαός αντιμετωπίζει μια τραγική κατάσταση υποβάθμισης του βιοτικού του επιπέδου. Πιστεύετε πως αυτό που όλες οι τελευταίες κυβερνήσεις αποκαλούν
«θυσίες», δηλαδή μνημόνια και νέα μνημόνια αποτελεί λύση ή μήπως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα; Η ελληνική οικονομία και το πολιτικό σύστημα ασθενούσαν βαρύτατα και πριν από το μνημόνιο. Η παραγωγική βάση της οικονομίας, ειδικά στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είχε πλήρως αποσαθρωθεί και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ζούσε με δανεικά. Το φάρμακο όμως των μνημονίων είναι πιο θανατηφόρο από την αρρώστια. Οι διαβόητες «διαρθρωτικές αλλαγές» αποσκοπούν κυρίως στο να διαλύσουν κάθε προστατευτική ρύθμιση του εργατικού δικαίου και να δημιουργήσουν μία κοινωνία όπου ο εργαζόμενος δεν θα έχει καμιά εγγύηση όχι απλώς για τους ρυθμούς της ζωής του, αλλά ούτε καν για την καθημερινή του επιβίωση. Και, επιπλέον, τα μέτρα αυτά δεν είναι απλώς άδικα και ταξικά. Είναι και εντελώς αναποτελεσματικά, σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της δημόσιας υπερχρέωσης: Το χρέος από το 119% του ΑΕΠ που βρισκόταν το Μάιο του 2010, παρά το πολυδιαφημισμένο PSI, έχει ήδη ξεπεράσει το 160%. Ως προς τη μελλοντική του πορεία, η επίσημη κυβερνητική πρόβλεψη είναι ότι το 2014 ενδέχεται να φτάσει μέχρι και στο 180% του ΑΕΠ, ενώ αποκλείεται να πέσει κάτω από το 161% .] Εάν όλα «πάνε καλά», επομένως, και εάν ληφθούν πρόσθετα μέτρα στη γνωστή κατεύθυνση, και αφού θα έχουμε κατεδαφίσει το κοινωνικό κράτος και διαλύσει την κοινωνική συνοχή, θα έχουμε καταφέρουμε να αυξήσουμε το δημόσιο χρέος σχεδόν κατά το ήμισυ! Έχετε τονίσει επανειλημμένως , όπως και αρκετοί άλλοι συνάδελφοί σας πως το καθεστώς των μνημονίων δεν υπάγεται μέσα στα όρια του Ελληνικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα το δεύτερο μνημόνιο αποτελεί την υπαγωγή της χώρας στο Αγγλικό δίκαιο , τι συνεπάγεται από αυτό για τον ελληνικό λαό σε μια πιθανή ανατροπή της πολιτικής κατάστασης και των μνημονίων; Είμαστε πλέον «αλυσοδεμένοι» ή υπάρχει τρόπος να το αποφύγουμε; Τόσο η πρώην όσο και η δεύτερη δανειακή σύμβαση ορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και αρμόδιο δικαστήριο, η μεν πρώτη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δεύτερη τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα με ρητό όρο «ο Δανειολήπτης (δηλαδή το ελληνικό δημόσιο) αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει δεσμευτικό δίκαιο» (mandatory law)». Η ρήτρα αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, συνιστά de facto εκχώρηση της οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Το χειρότερο είναι ότι αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο κύριο νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα μας: σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες που προχώρησαν σε στάση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους τους, το ελληνικό δημόσιο χρέος διεπόταν, μέχρι την υπογραφή της, κατά 90% των σχετικών κεφαλαίων από το ελληνικό δίκαιο. Το γεγονός αυτό έδινε την δυνατότητα σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα επιθυμούσε να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους αποπληρωμής του ( που αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική έξοδο από την κρίση) να το πράξει με μονομερή, κυριαρχική της πράξη . Με την υπαγωγή του στο αγγλικό δίκαιο αυτή η δυνατότητα περιορίζεται σοβαρά. Και τούτο, κατ’αρχάς γιατί δεν θα είναι πλέον δυνατή η επέμβαση της ελληνικής βουλής στους όρους αποπληρωμής του χρέους, για παράδειγμα στο νόμισμα αποπληρωμής ή για την εισαγωγή των λεγόμενων «ρητρών συλλογικής δράσης», όπως έγινε με το PSI. Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο είναι το πλέον φιλικό προς τους δανειστές, μην αναγνωρίζοντας στα κράτη οφειλέτες πολλές από τις ασυλίες που άλλα δίκαια κατοχυρώνουν. Η χώρα όμως δεν είναι άοπλη. Δεν περιορίζεται, από τις συμβάσεις, η δυνατότητα επίκλησης κατάστασης ανάγκης, προκειμένου να διαγραφεί σημαντικό τμήμα του χρέους, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της Αργεντινής, της οποίας το χρέος δεν διεπόταν από το εθνικό δίκαιο. Όλα αυτά που βιώνουμε όμως , ξεκίνησαν με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την φούσκα στην αγορά ακινήτων φυσικά στην περίπτωση της χώρας μας έχει παίξει και μεγάλο ρόλο το ποιόν όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων και του πολιτικού συστήματος. Ποιος πιστεύετε ότι ήταν και είναι ο ρόλος αλλά και η ευθύνες των δύο μεγάλων κομμάτων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αλλά και των συγκυβερνούντων τους ; Η κρίση διεθνώς αλλά και στη χώρα μας ήταν αποτέλεσμα συρροή της γενικότερης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, με αυτή που προέκυψε από τη στρεβλή διαδικασία και τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ουσία της συνίσταται στις τεκτονικές τριβές που προκαλεί η μετάβαση από το κεϋνσιανό κράτος της ελεγχόμενης αγοράς στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της σχεδόν πλήρους απελευθέρωσης της. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης. Επέτεινε τα συμπτώματα της κρίσης, λόγω των πελατειακών δεσμών που δεν του επιτρέπουν να έρθει σε ρήξη με το πλέγμα συμφερόντων που εξυπηρετεί. Δεν υπάρχει ελπίδα εξόδου από την κρίση όσο επιβιώνει το κράτους του δικομματισμού και των πρόθυμων συνεργατών του. Τώρα , η ρίζα του προβλήματος και η ουσιαστική αφορμή για την υπαγωγή μας στο ΔΝΤ και τον EFSF είναι το εθνικό χρέος. Συμμετέχετε στην πρωτοβουλία για την δημιουργία επιτροπής λογιστικού ελέγχου (ΕΛΕ) . Ποια θεωρείται ότι είναι η καλύτερη λύση για την αντιμετώπιση του Χρέους αυτού; Είναι προφανές πλέον σε όλους ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι (τουλάχιστον) η αναδιάρθρωση του είναι αναπόφευκτη. Το θέμα είναι αν αυτή θα γίνει με όρους που θα συμφέρουν τους δανειστές μας (όπως το PSI) ή με όρους που θα συμφέρουν εμάς. Όπως προαναφέρθηκε, το Διεθνές Δίκαιο επιτρέπει, με την επίκληση κατάστασης ανάγκης, κάτι τέτοιο και με μονομερή κυριαρχική πράξη του κράτους, εάν οι πιστωτές δεν συναινέσουν σε ένα αμοιβαία ευνοϊκό OSI ( Official Sector Involvement).Τα κράτη, όταν αδυνατούν να ανταποκριθούν ταυτόχρονα στις απαιτήσεις των πιστωτών τους και στην ανάγκη να ικανοποιήσουν τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες που επιτελούν, έχουν διάφορες εναλλακτικές εκδοχές για να επαναδιαπραγματευτούν ή και να διαγράψουν μονομερώς το χρέος τους. Συνολικά, από το 1956 έως το 2006 συνάφθηκαν περίπου 400 συμφωνίες διαχείρισης ή αναδιάρθρωσης χρέους από 81 οφειλέτριες χώρες. Το συνολικό ύψος των ανεξόφλητων χρεών που αποτέλεσαν αντικείμενο του διακανονισμού ανέρχεται σε 523 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς, δεν είναι μονόδρομος η αποκλειστική εξυπηρέτηση των δανειστών μέσω της οικονομικής καταστροφής της χώρας. Τα κράτη και οι λαοί που δεν θέλουν να αυτοκτονήσουν έχουν πολλά νομικά όπλα να προτάξουν για την άμυνα τους. Φυσικά, η αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί να είναι κυρίως νομική. Η φύση της όμως δεν είναι και απλώς οικονομική. Είναι βαθύτατα πολιτική, όπως κάθε σημαντική απόφαση για την διανομή πλούτου σε μια κοινωνία. Μετά απ’ όλα αυτά και μετά από μια εκλογική διαδικασία η οποία τσάκισε τα μνημονιακά κόμματα , βλέπουμε τελικά ότι κατάφεραν να «γατζοθούν» στην εξουσία και κάνουν ένα βήμα εμπρός ψηφίζοντας ένα νέο και ίσως των πιο βάρβαρων μέτρων της σύγχρονης ιστορίας . Και μάλιστα σε συνδυασμό με τις ιδιωτικοποιήσεις που αποτελούν τεράστιο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία. Τι έχετε να σχολιάσετε γι’ αυτό το ζήτημα που πολλοί αποκαλούν και ως ξεπούλημα; Πρόκειται πράγματι για ξεπούλημα. Απαράβατος όρος κάθε προγράμματος «διάσωσης» που προωθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές από τη μια μεριά μεταφέρουν μαζικά πόρους από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, από την άλλη αποδυναμώνουν την δυνατότητα του κράτους να λειτουργεί ως στρατηγικός ρυθμιστής της εθνικής οικονομίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, δεν πρόκειται απλώς για αλλαγή τύπου ιδιοκτησίας, αλλά για μεταβίβαση του εθνικού πλούτου σε αλλοδαπές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, μέχρι το 1990 και την έναρξη του προγράμματος βοήθειας του ΔΝΤ, μόνο μία από τις τράπεζες του Μεξικού δεν ανήκε σε μεξικανικά συμφέροντα, όμως το 2000 είκοσι τέσσερις από τις τριάντα είχαν ήδη περάσει σε ξένα χέρια. Ο όρος «ξεπούλημα» ακριβολογεί ακόμη περισσότερο σήμερα που η χρηματιστηριακή αξία των περισσότερων δημόσιων επιχειρήσεων έχει καταβαραθρωθεί και η εξαγορά τους θα γίνει σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική αξία τους, σε πολλές περιπτώσεις χαμηλότερη ακόμη και από την αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας που κατέχουν. Είναι πρόδηλο ότι παρόμοιο «ξεπούλημα των ασημικών» δεν είναι απλώς αντισυνταγματικό. Συνιστά πραγματικό έγκλημα σε βάρος των μελλοντικών γενιών και της δυνατότητας της χώρας να ασκεί αυτόνομη εθνική οικονομική πολιτική. Ποια είναι κατά την γνώμη σας οι κύριες ενέργειες που μπορούν να μας βγάλουν από την κρίση και σε ποιο πλαίσιο και καθεστώς μπορούν να εφαρμοστούν; Κατ’ αρχάς πρέπει να υπάρξει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θα θέσει φρένο στις καταστροφικές αυτές πολιτικές και θα καταργήσει από την πρώτη μέρα τις αντικοινωνικές και αντιπαραγωγικές διατάξεις των μνημονίων. Αυτό όμως απλώς θα επιστρέφει το κοντέρ στην προμνημονιακή εποχή. Οι καιροί απαιτούν πολύ περισσότερα στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος. Ο μετασχηματισμός του τελευταίου δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο συνταγματικής τομής, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους. Πως θα χαρακτηρίζατε τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα αυτά και ποια είναι η άποψη σας για το κοινό νόμισμα; Ακόμη και στο επίπεδο της απλής διαχείρισης της κρίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιλέξει ακόμη πιο νεοφιλελεύθερες επιλογές και από τις ΗΠΑ και τη Ιαπωνία. Η ιδεοληπτική εμμονή σε μονεταριστικά προγράμματα μονόπλευρης λιτότητας όχι απλώς καταδικάζει την οικονομία σε ύφεση, αλλά διαλύει και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η δημοσιονομική επιβάρυνση των κρατών μελών από τη μεταφορά δημόσιου χρήματος στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως στο τραπεζικό σύστημα, ανέδειξε τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις δομικές αδυναμίες του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης, τις οποίες κάλυπτε μέχρι τότε ο εύκολος και φτηνός δανεισμός. Δύο είναι οι κυριότερες εγγενείς δομικές αδυναμίες: η μία ανάγεται στο προπατορικό αμάρτημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την ασυμμετρία, δηλαδή, του κοινωνικού και του οικονομικού στοιχείου, ήδη από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το κοινωνικό αυτό έλλειμμα, που επιτάθηκε μετά την συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης τις ενωσιακές πολιτικές με το θεσμικό κοινωνικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών. Η σημαντικότερη, όμως δομική αδυναμία, σε ό,τι αφορά την κρίση χρέους, υπήρξε η καθιέρωση νομισματικής ένωσης χωρίς μηχανισμούς οικονομικής ενοποίησης, που να επιτρέπουν αποτελεσματική αναδιανομή των πλεονασμάτων και άλλα διαρθρωτικά μέσα παρεμβατικής πολιτικής. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι κάθε φορά που συνδέονται με κοινό νόμισμα (ή με σταθερή νομισματική ισοτιμία) οικονομίες διαφορετικής δυναμικότητας, πάντα υπάρχει μεταφορά πλούτου από την λιγότερο στην περισσότερο ανταγωνιστική οικονομία. Αυτό συνέβη με τη σύνδεση του αργεντινού και μεξικανικού πέσω με το δολάριο, ή του ιρλανδικού νομίσματος με τη βρετανική στερλίνα. Το ίδιο συμβαίνει, αναπόφευκτα, μεταξύ των χωρών του Νότου και του Βορρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια τα ελλείμματα των περιφερειακών χωρών αποτελούν την άλλη πλευρά των πλεονασμάτων που συσσωρεύουν οι χώρες του κέντρου (και ιδίως της Γερμανίας). Δεν είναι διαφορετική η εικόνα στα ομοσπονδιακά κράτη. Για παράδειγμα, και στις Η.Π.Α. νομοτελειακά γίνεται μεταφορά πλούτου από μια φτωχή πολιτεία, ας πούμε του Γουισκόνσιν, σε μία πλουσιότερη, π.χ. στη Νέα Υόρκη. Εκεί όμως επεμβαίνει στο τέλος του οικονομικού έτους το ομοσπονδιακό κράτος και μεταφέρει ένα μέρος των πλεονασμάτων στις « αδικημένες» πολιτείες, μέσω των ομοσπονδιακών μηχανισμών και των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Όσο η Γερμανία απορρίπτει οποιαδήποτε μορφή παρόμοιας «fiscal federation», δεν υπάρχει ελπίδα για τις χώρες του νότου. (Τα υφιστάμενα διαρθρωτικά ταμεία μακράν δεν έχουν τους απαραίτητους πόρους για κάτι τέτοιο ). Από τις προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις, ούτε η καθιέρωση ευρωομολόγων ούτε το υπό έγκριση νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Pact) αποτελούν προτάσεις εξόδου από την κρίση. Τα μεν πρώτα, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που θα γίνονταν αποδεκτά από την Γερμανία, απλώς θα έδιναν την δυνατότητα δανεισμού με περίπου ίδιο επιτόκιο σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Μα, αυτή ακριβώς η δυνατότητα φθηνού και άφθονου δανεισμού απετέλεσε μία από τις αιτίες διόγκωσης του χρέους της περιφέρειας. Συνεπώς, μόνο προσωρινή ανακούφιση θα μπορούσε να προσφέρει, για όσο διάστημα παραμένει η διαφορά δυναμικότητας και ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η επικύρωση και εφαρμογή του Δημοσιονομικού Συμφώνου αποτελεί ακόμη χειρότερη προοπτική, διότι ενισχύει στο έπακρο τα νεοφιλελεύθερα, μονεταριστικά χαρακτηριστικά της ΟΝΕ, κάνει στην πραγματικότητα το «ζουρλομανδύα» του Ευρώ (κατά την έκφραση του Φινλανδού υπουργού Εξωτερικών) ακόμη πιο ασφυκτικό. Εδώ έγκειται η μεγαλύτερη αντίφαση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ενώ η νομισματική ένωση δεν έχει μέλλον χωρίς το μετασχηματισμό της σε οικονομική, η μοναδική πρόταση στο τραπέζι προς την κατεύθυνση αυτή, εάν εφαρμοστεί, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κρίση, ενισχύοντας στο έπακρο τα αδιέξοδα των σημερινών νεοφιλελεύθερων επιλογών Ως Πανεπιστημιακός , πως βλέπεται το ζήτημα της συστηματικής υποβάθμισης του Ελληνικού πανεπιστημίου και την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του, καθώς και τα αποτελέσματα του PSI , με το οποία χάθηκαν τεράστια αποθεματικά από τα ταμεία των ιδρυμάτων; Η παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου αποτελεί ένα μόνον επεισόδιο της γενικότερης κρίσης του κοινωνικού κράτους στον τόπο μας. Η ευκολία με την οποία θυσιάστηκαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων με το PSI είναι της ίδιας λογικής με την πάγια υποχρηματοδότηση του ελληνικού πανεπιστημίου, που έφτασε πρόσφατα στα όρια του παροξυσμού. Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και των δομών του, για το λόγο αυτό, αποτελεί κρίσιμο πολιτικό στόχο που αφορά όλη την κοινωνία.
«θυσίες», δηλαδή μνημόνια και νέα μνημόνια αποτελεί λύση ή μήπως αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα; Η ελληνική οικονομία και το πολιτικό σύστημα ασθενούσαν βαρύτατα και πριν από το μνημόνιο. Η παραγωγική βάση της οικονομίας, ειδικά στον πρωτογενή και τον δευτερογενή τομέα, είχε πλήρως αποσαθρωθεί και ένα μεγάλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας ζούσε με δανεικά. Το φάρμακο όμως των μνημονίων είναι πιο θανατηφόρο από την αρρώστια. Οι διαβόητες «διαρθρωτικές αλλαγές» αποσκοπούν κυρίως στο να διαλύσουν κάθε προστατευτική ρύθμιση του εργατικού δικαίου και να δημιουργήσουν μία κοινωνία όπου ο εργαζόμενος δεν θα έχει καμιά εγγύηση όχι απλώς για τους ρυθμούς της ζωής του, αλλά ούτε καν για την καθημερινή του επιβίωση. Και, επιπλέον, τα μέτρα αυτά δεν είναι απλώς άδικα και ταξικά. Είναι και εντελώς αναποτελεσματικά, σε ό,τι αφορά τον περιορισμό της δημόσιας υπερχρέωσης: Το χρέος από το 119% του ΑΕΠ που βρισκόταν το Μάιο του 2010, παρά το πολυδιαφημισμένο PSI, έχει ήδη ξεπεράσει το 160%. Ως προς τη μελλοντική του πορεία, η επίσημη κυβερνητική πρόβλεψη είναι ότι το 2014 ενδέχεται να φτάσει μέχρι και στο 180% του ΑΕΠ, ενώ αποκλείεται να πέσει κάτω από το 161% .] Εάν όλα «πάνε καλά», επομένως, και εάν ληφθούν πρόσθετα μέτρα στη γνωστή κατεύθυνση, και αφού θα έχουμε κατεδαφίσει το κοινωνικό κράτος και διαλύσει την κοινωνική συνοχή, θα έχουμε καταφέρουμε να αυξήσουμε το δημόσιο χρέος σχεδόν κατά το ήμισυ! Έχετε τονίσει επανειλημμένως , όπως και αρκετοί άλλοι συνάδελφοί σας πως το καθεστώς των μνημονίων δεν υπάγεται μέσα στα όρια του Ελληνικού Συντάγματος. Συγκεκριμένα το δεύτερο μνημόνιο αποτελεί την υπαγωγή της χώρας στο Αγγλικό δίκαιο , τι συνεπάγεται από αυτό για τον ελληνικό λαό σε μια πιθανή ανατροπή της πολιτικής κατάστασης και των μνημονίων; Είμαστε πλέον «αλυσοδεμένοι» ή υπάρχει τρόπος να το αποφύγουμε; Τόσο η πρώην όσο και η δεύτερη δανειακή σύμβαση ορίζουν ως εφαρμοστέο δίκαιο το αγγλικό και αρμόδιο δικαστήριο, η μεν πρώτη το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η δεύτερη τα δικαστήρια του Λουξεμβούργου. Σύμφωνα με ρητό όρο «ο Δανειολήπτης (δηλαδή το ελληνικό δημόσιο) αμετάκλητα και άνευ όρων παραιτείται από κάθε ασυλία που έχει ή πρόκειται να αποκτήσει, όσον αφορά τον ίδιο ή τα περιουσιακά του στοιχεία από νομικές διαδικασίες σε σχέση με την παρούσα Σύμβαση, περιλαμβανομένων, χωρίς περιορισμούς, της ασυλίας όσον αφορά την άσκηση αγωγής, δικαστική απόφαση ή άλλη διαταγή και όσον αφορά την εκτέλεση και επιβολή κατά των περιουσιακών στοιχείων του στο βαθμό που δεν το απαγορεύει δεσμευτικό δίκαιο» (mandatory law)». Η ρήτρα αυτή, που δεν έχει προηγούμενο στη συνταγματική μας ιστορία, συνιστά de facto εκχώρηση της οικονομικής κυριαρχίας κατά κατάφωρη παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Το χειρότερο είναι ότι αποσκοπεί στο να θωρακίσει τους δανειστές μας απέναντι στο κύριο νομικό όπλο που έχει απομείνει στη χώρα μας: σε αντίθεση με όλες τις άλλες χώρες που προχώρησαν σε στάση πληρωμών και επαναδιαπραγμάτευση του χρέους τους, το ελληνικό δημόσιο χρέος διεπόταν, μέχρι την υπογραφή της, κατά 90% των σχετικών κεφαλαίων από το ελληνικό δίκαιο. Το γεγονός αυτό έδινε την δυνατότητα σε μια ελληνική κυβέρνηση που θα επιθυμούσε να επαναδιαπραγματευθεί τους όρους αποπληρωμής του ( που αποτελεί τη μόνη ρεαλιστική έξοδο από την κρίση) να το πράξει με μονομερή, κυριαρχική της πράξη . Με την υπαγωγή του στο αγγλικό δίκαιο αυτή η δυνατότητα περιορίζεται σοβαρά. Και τούτο, κατ’αρχάς γιατί δεν θα είναι πλέον δυνατή η επέμβαση της ελληνικής βουλής στους όρους αποπληρωμής του χρέους, για παράδειγμα στο νόμισμα αποπληρωμής ή για την εισαγωγή των λεγόμενων «ρητρών συλλογικής δράσης», όπως έγινε με το PSI. Περαιτέρω, το αγγλικό δίκαιο είναι το πλέον φιλικό προς τους δανειστές, μην αναγνωρίζοντας στα κράτη οφειλέτες πολλές από τις ασυλίες που άλλα δίκαια κατοχυρώνουν. Η χώρα όμως δεν είναι άοπλη. Δεν περιορίζεται, από τις συμβάσεις, η δυνατότητα επίκλησης κατάστασης ανάγκης, προκειμένου να διαγραφεί σημαντικό τμήμα του χρέους, όπως συνέβη άλλωστε και στην περίπτωση της Αργεντινής, της οποίας το χρέος δεν διεπόταν από το εθνικό δίκαιο. Όλα αυτά που βιώνουμε όμως , ξεκίνησαν με την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την φούσκα στην αγορά ακινήτων φυσικά στην περίπτωση της χώρας μας έχει παίξει και μεγάλο ρόλο το ποιόν όλων των προηγούμενων κυβερνήσεων και του πολιτικού συστήματος. Ποιος πιστεύετε ότι ήταν και είναι ο ρόλος αλλά και η ευθύνες των δύο μεγάλων κομμάτων ΝΔ-ΠΑΣΟΚ αλλά και των συγκυβερνούντων τους ; Η κρίση διεθνώς αλλά και στη χώρα μας ήταν αποτέλεσμα συρροή της γενικότερης κρίσης του παγκόσμιου καπιταλισμού, με αυτή που προέκυψε από τη στρεβλή διαδικασία και τα προβλήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Η ουσία της συνίσταται στις τεκτονικές τριβές που προκαλεί η μετάβαση από το κεϋνσιανό κράτος της ελεγχόμενης αγοράς στο νεοφιλελεύθερο μοντέλο της σχεδόν πλήρους απελευθέρωσης της. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα αποτελεί μέρος του προβλήματος, όχι της λύσης. Επέτεινε τα συμπτώματα της κρίσης, λόγω των πελατειακών δεσμών που δεν του επιτρέπουν να έρθει σε ρήξη με το πλέγμα συμφερόντων που εξυπηρετεί. Δεν υπάρχει ελπίδα εξόδου από την κρίση όσο επιβιώνει το κράτους του δικομματισμού και των πρόθυμων συνεργατών του. Τώρα , η ρίζα του προβλήματος και η ουσιαστική αφορμή για την υπαγωγή μας στο ΔΝΤ και τον EFSF είναι το εθνικό χρέος. Συμμετέχετε στην πρωτοβουλία για την δημιουργία επιτροπής λογιστικού ελέγχου (ΕΛΕ) . Ποια θεωρείται ότι είναι η καλύτερη λύση για την αντιμετώπιση του Χρέους αυτού; Είναι προφανές πλέον σε όλους ότι το δημόσιο χρέος δεν είναι βιώσιμο και ότι (τουλάχιστον) η αναδιάρθρωση του είναι αναπόφευκτη. Το θέμα είναι αν αυτή θα γίνει με όρους που θα συμφέρουν τους δανειστές μας (όπως το PSI) ή με όρους που θα συμφέρουν εμάς. Όπως προαναφέρθηκε, το Διεθνές Δίκαιο επιτρέπει, με την επίκληση κατάστασης ανάγκης, κάτι τέτοιο και με μονομερή κυριαρχική πράξη του κράτους, εάν οι πιστωτές δεν συναινέσουν σε ένα αμοιβαία ευνοϊκό OSI ( Official Sector Involvement).Τα κράτη, όταν αδυνατούν να ανταποκριθούν ταυτόχρονα στις απαιτήσεις των πιστωτών τους και στην ανάγκη να ικανοποιήσουν τις βασικές κοινωνικές λειτουργίες που επιτελούν, έχουν διάφορες εναλλακτικές εκδοχές για να επαναδιαπραγματευτούν ή και να διαγράψουν μονομερώς το χρέος τους. Συνολικά, από το 1956 έως το 2006 συνάφθηκαν περίπου 400 συμφωνίες διαχείρισης ή αναδιάρθρωσης χρέους από 81 οφειλέτριες χώρες. Το συνολικό ύψος των ανεξόφλητων χρεών που αποτέλεσαν αντικείμενο του διακανονισμού ανέρχεται σε 523 δισεκατομμύρια δολάρια. Συνεπώς, δεν είναι μονόδρομος η αποκλειστική εξυπηρέτηση των δανειστών μέσω της οικονομικής καταστροφής της χώρας. Τα κράτη και οι λαοί που δεν θέλουν να αυτοκτονήσουν έχουν πολλά νομικά όπλα να προτάξουν για την άμυνα τους. Φυσικά, η αντιμετώπιση της κρίσης δεν μπορεί να είναι κυρίως νομική. Η φύση της όμως δεν είναι και απλώς οικονομική. Είναι βαθύτατα πολιτική, όπως κάθε σημαντική απόφαση για την διανομή πλούτου σε μια κοινωνία. Μετά απ’ όλα αυτά και μετά από μια εκλογική διαδικασία η οποία τσάκισε τα μνημονιακά κόμματα , βλέπουμε τελικά ότι κατάφεραν να «γατζοθούν» στην εξουσία και κάνουν ένα βήμα εμπρός ψηφίζοντας ένα νέο και ίσως των πιο βάρβαρων μέτρων της σύγχρονης ιστορίας . Και μάλιστα σε συνδυασμό με τις ιδιωτικοποιήσεις που αποτελούν τεράστιο ζήτημα για την ελληνική κοινωνία. Τι έχετε να σχολιάσετε γι’ αυτό το ζήτημα που πολλοί αποκαλούν και ως ξεπούλημα; Πρόκειται πράγματι για ξεπούλημα. Απαράβατος όρος κάθε προγράμματος «διάσωσης» που προωθεί το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο είναι οι ιδιωτικοποιήσεις. Αυτές από τη μια μεριά μεταφέρουν μαζικά πόρους από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, από την άλλη αποδυναμώνουν την δυνατότητα του κράτους να λειτουργεί ως στρατηγικός ρυθμιστής της εθνικής οικονομίας. Στις περισσότερες περιπτώσεις, μάλιστα, δεν πρόκειται απλώς για αλλαγή τύπου ιδιοκτησίας, αλλά για μεταβίβαση του εθνικού πλούτου σε αλλοδαπές μονοπωλιακές επιχειρήσεις. Για παράδειγμα, μέχρι το 1990 και την έναρξη του προγράμματος βοήθειας του ΔΝΤ, μόνο μία από τις τράπεζες του Μεξικού δεν ανήκε σε μεξικανικά συμφέροντα, όμως το 2000 είκοσι τέσσερις από τις τριάντα είχαν ήδη περάσει σε ξένα χέρια. Ο όρος «ξεπούλημα» ακριβολογεί ακόμη περισσότερο σήμερα που η χρηματιστηριακή αξία των περισσότερων δημόσιων επιχειρήσεων έχει καταβαραθρωθεί και η εξαγορά τους θα γίνει σε τιμές πολύ χαμηλότερες από την πραγματική αξία τους, σε πολλές περιπτώσεις χαμηλότερη ακόμη και από την αντικειμενική αξία της ακίνητης περιουσίας που κατέχουν. Είναι πρόδηλο ότι παρόμοιο «ξεπούλημα των ασημικών» δεν είναι απλώς αντισυνταγματικό. Συνιστά πραγματικό έγκλημα σε βάρος των μελλοντικών γενιών και της δυνατότητας της χώρας να ασκεί αυτόνομη εθνική οικονομική πολιτική. Ποια είναι κατά την γνώμη σας οι κύριες ενέργειες που μπορούν να μας βγάλουν από την κρίση και σε ποιο πλαίσιο και καθεστώς μπορούν να εφαρμοστούν; Κατ’ αρχάς πρέπει να υπάρξει μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία που θα θέσει φρένο στις καταστροφικές αυτές πολιτικές και θα καταργήσει από την πρώτη μέρα τις αντικοινωνικές και αντιπαραγωγικές διατάξεις των μνημονίων. Αυτό όμως απλώς θα επιστρέφει το κοντέρ στην προμνημονιακή εποχή. Οι καιροί απαιτούν πολύ περισσότερα στο επίπεδο του πολιτικού εποικοδομήματος. Ο μετασχηματισμός του τελευταίου δεν μπορεί να γίνει από τα πάνω μόνο, ως προϊόν κοινωνικής μηχανικής φωτισμένων ελίτ, έστω αριστερόστροφης έμπνευσης. Χρειάζεται άμεση λαϊκή συμμετοχή. Θα πρέπει από την πρώτη μέρα να προωθηθούν μορφές άμεσης δημοκρατίας, όπως τα τοπικά δημοψηφίσματα και προοπτικά, στο πλαίσιο συνταγματικής τομής, θεσμοί ανακλητότητας και λογοδοσίας όλων των εκλεγμένων οργάνων του κράτους. Πως θα χαρακτηρίζατε τον ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε όλα αυτά και ποια είναι η άποψη σας για το κοινό νόμισμα; Ακόμη και στο επίπεδο της απλής διαχείρισης της κρίσης η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει επιλέξει ακόμη πιο νεοφιλελεύθερες επιλογές και από τις ΗΠΑ και τη Ιαπωνία. Η ιδεοληπτική εμμονή σε μονεταριστικά προγράμματα μονόπλευρης λιτότητας όχι απλώς καταδικάζει την οικονομία σε ύφεση, αλλά διαλύει και τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Η δημοσιονομική επιβάρυνση των κρατών μελών από τη μεταφορά δημόσιου χρήματος στον ιδιωτικό τομέα, ιδίως στο τραπεζικό σύστημα, ανέδειξε τις εσωτερικές αντιφάσεις και τις δομικές αδυναμίες του εγχειρήματος της ευρωπαϊκής οικονομικής ενοποίησης, τις οποίες κάλυπτε μέχρι τότε ο εύκολος και φτηνός δανεισμός. Δύο είναι οι κυριότερες εγγενείς δομικές αδυναμίες: η μία ανάγεται στο προπατορικό αμάρτημα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, την ασυμμετρία, δηλαδή, του κοινωνικού και του οικονομικού στοιχείου, ήδη από την αρχή της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Το κοινωνικό αυτό έλλειμμα, που επιτάθηκε μετά την συνταγματοποίηση του νεοφιλελευθερισμού στο επίπεδο της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ, φέρνει σε τροχιά σύγκρουσης τις ενωσιακές πολιτικές με το θεσμικό κοινωνικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνικών κρατών. Η σημαντικότερη, όμως δομική αδυναμία, σε ό,τι αφορά την κρίση χρέους, υπήρξε η καθιέρωση νομισματικής ένωσης χωρίς μηχανισμούς οικονομικής ενοποίησης, που να επιτρέπουν αποτελεσματική αναδιανομή των πλεονασμάτων και άλλα διαρθρωτικά μέσα παρεμβατικής πολιτικής. Η ιστορική εμπειρία δείχνει ότι κάθε φορά που συνδέονται με κοινό νόμισμα (ή με σταθερή νομισματική ισοτιμία) οικονομίες διαφορετικής δυναμικότητας, πάντα υπάρχει μεταφορά πλούτου από την λιγότερο στην περισσότερο ανταγωνιστική οικονομία. Αυτό συνέβη με τη σύνδεση του αργεντινού και μεξικανικού πέσω με το δολάριο, ή του ιρλανδικού νομίσματος με τη βρετανική στερλίνα. Το ίδιο συμβαίνει, αναπόφευκτα, μεταξύ των χωρών του Νότου και του Βορρά στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Με άλλα λόγια τα ελλείμματα των περιφερειακών χωρών αποτελούν την άλλη πλευρά των πλεονασμάτων που συσσωρεύουν οι χώρες του κέντρου (και ιδίως της Γερμανίας). Δεν είναι διαφορετική η εικόνα στα ομοσπονδιακά κράτη. Για παράδειγμα, και στις Η.Π.Α. νομοτελειακά γίνεται μεταφορά πλούτου από μια φτωχή πολιτεία, ας πούμε του Γουισκόνσιν, σε μία πλουσιότερη, π.χ. στη Νέα Υόρκη. Εκεί όμως επεμβαίνει στο τέλος του οικονομικού έτους το ομοσπονδιακό κράτος και μεταφέρει ένα μέρος των πλεονασμάτων στις « αδικημένες» πολιτείες, μέσω των ομοσπονδιακών μηχανισμών και των κοινωνικών μεταβιβάσεων. Όσο η Γερμανία απορρίπτει οποιαδήποτε μορφή παρόμοιας «fiscal federation», δεν υπάρχει ελπίδα για τις χώρες του νότου. (Τα υφιστάμενα διαρθρωτικά ταμεία μακράν δεν έχουν τους απαραίτητους πόρους για κάτι τέτοιο ). Από τις προτεινόμενες εναλλακτικές λύσεις, ούτε η καθιέρωση ευρωομολόγων ούτε το υπό έγκριση νέο Δημοσιονομικό Σύμφωνο (Fiscal Pact) αποτελούν προτάσεις εξόδου από την κρίση. Τα μεν πρώτα, ακόμη και στην απίθανη περίπτωση που θα γίνονταν αποδεκτά από την Γερμανία, απλώς θα έδιναν την δυνατότητα δανεισμού με περίπου ίδιο επιτόκιο σε όλες τις χώρες της Ευρωζώνης. Μα, αυτή ακριβώς η δυνατότητα φθηνού και άφθονου δανεισμού απετέλεσε μία από τις αιτίες διόγκωσης του χρέους της περιφέρειας. Συνεπώς, μόνο προσωρινή ανακούφιση θα μπορούσε να προσφέρει, για όσο διάστημα παραμένει η διαφορά δυναμικότητας και ανταγωνιστικότητας των ευρωπαϊκών οικονομιών. Η επικύρωση και εφαρμογή του Δημοσιονομικού Συμφώνου αποτελεί ακόμη χειρότερη προοπτική, διότι ενισχύει στο έπακρο τα νεοφιλελεύθερα, μονεταριστικά χαρακτηριστικά της ΟΝΕ, κάνει στην πραγματικότητα το «ζουρλομανδύα» του Ευρώ (κατά την έκφραση του Φινλανδού υπουργού Εξωτερικών) ακόμη πιο ασφυκτικό. Εδώ έγκειται η μεγαλύτερη αντίφαση για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης: ενώ η νομισματική ένωση δεν έχει μέλλον χωρίς το μετασχηματισμό της σε οικονομική, η μοναδική πρόταση στο τραπέζι προς την κατεύθυνση αυτή, εάν εφαρμοστεί, θα επιδεινώσει ακόμη περισσότερο την κρίση, ενισχύοντας στο έπακρο τα αδιέξοδα των σημερινών νεοφιλελεύθερων επιλογών Ως Πανεπιστημιακός , πως βλέπεται το ζήτημα της συστηματικής υποβάθμισης του Ελληνικού πανεπιστημίου και την προσπάθεια ιδιωτικοποίησης του, καθώς και τα αποτελέσματα του PSI , με το οποία χάθηκαν τεράστια αποθεματικά από τα ταμεία των ιδρυμάτων; Η παρακμή του ελληνικού πανεπιστημίου αποτελεί ένα μόνον επεισόδιο της γενικότερης κρίσης του κοινωνικού κράτους στον τόπο μας. Η ευκολία με την οποία θυσιάστηκαν τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων με το PSI είναι της ίδιας λογικής με την πάγια υποχρηματοδότηση του ελληνικού πανεπιστημίου, που έφτασε πρόσφατα στα όρια του παροξυσμού. Η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους και των δομών του, για το λόγο αυτό, αποτελεί κρίσιμο πολιτικό στόχο που αφορά όλη την κοινωνία.
0 σχόλια:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !