Στις 22 Ιουνίου 1986 στο στάδιο "Estadio Azteca" της πόλης του Μεξικού διεξάγεται ο προημιτελικός της τελικής φάσης του Παγκοσμίου Κυπέλλου ανάμεσα στην Αργεντινή και στην
Αγγλία. Τέσσερα χρόνια νωρίτερα οι δύο χώρες είχαν βρεθεί σε πολεμική αντιπαράθεση για τον έλεγχο των νησιών Φώκλαντ. Στις 2 Απριλίου 1982 η Αργεντινή εισέβαλε στα νησιά Φόκλαντ, απομεινάρι της βρετανικής αποικιοκρατίας. Το σύμπλεγμα των νήσων απείχε χιλιάδες χιλιόμετρα από τη Βρετανία , ενώ το κόστος προστασίας και της διατήρησής του ως αποικίας ήταν μεγάλο. Ο πόλεμος έδωσε στη Θάτσερ την πολιτική κάλυψη που χρειαζόταν για να εφαρμόσει για πρώτη φορά ένα πρόγραμμα ριζικού καπιταλιστικού μετασχηματισμού σε μια Δυτική φιλελεύθερη δημοκρατία. Ο επιτυχής τρόπος με τον οποίο η Θάτσερ εκμεταλλεύτηκε τον πόλεμο στα Φόκλαντ αποτελούσε την 1η απόδειξη ότι το οικονομικό πρόγραμμα της σχολής του Σικάγο δε χρειαζόταν στρατιωτικές δικτατορίες και θαλάμους βασανιστηρίων για να προωθηθεί. Η Θάτσερ απέδειξε ότι, όταν συμβεί μια αρκετά σημαντική κρίση, είναι εφικτό να επιβληθεί μια περιορισμένη εκδοχή της θεραπείας σοκ σε μια δημοκρατία.
Ας επιστρέψουμε όμως στον ποδοσφαιρικό αγώνα. Τότε που μίλησε το χέρι του Θεού, αλλά και η μεγάλη κλάση του Ντιέγκο Μαραντόνα.
Αφήνουμε τον ίδιο τον Μαραντόνα να μιλήσει μέσα από την αυτοβιογραφία του «Εγώ, ο Ντιέγκο».:
«Ήταν 22 Ιουνίου 1986. Δεν θα ξεχάσω εκείνο το παιχνίδι εναντίον των Άγγλων! Πόσο αγωνιστήκαμε, πόσο πιεστήκαμε… Ούτε θα ξεχάσω πότε εκείνα τα δύο δικά μου γκολ! Τα δύο δικά μου γκολ! Από το δεύτερο γκολ θυμάμαι πολλά πράγματα, πολλά… Όταν το διηγείται κάποιος συγγενής μου, πάντα εμφανίζεται ένας Εγγλέζος παραπάνω. Όταν το διηγείται ο Κόπολα, λέει ότι ο Μπιλάρδο μου είχε δώσει άδεια την προηγούμενη νύχτα κι εγώ γύρισα το μεσημέρι ίσα-ίσα για τον αγώνα… Αλλά ας σοβαρευτούμε: πιστεύω ότι είναι το γκολ που έχω ονειρευτεί. Τελικά το έβαλα στο Μουντιάλ, για τη χώρα μου και για τον τελικό.
Ναι, ναι δεν κάνω λάθος όταν λέω τελικός, γιατί για μας το ματς με την Αγγλία ήταν σαν τελικός. Γιατί ήταν σαν να νικούσαμε πάνω από όλα μια χώρα και όχι μια ποδοσφαιρική ομάδα. Αν και πριν από τον αγώνα μπορεί να λέγαμε ότι το ποδόσφαιρο δεν έχει καμία σχέση με τον πόλεμο του Φόκλαντ, εν τούτοις γνωρίζαμε πως είχαν σκοτωθεί πολλοί συμπατριώτες μας εκεί, που τους είχαν σκοτώσει σαν να ήταν κουνέλια… Και το ματς ήταν η ρεβάνς μας, ήταν… σαν να παίρναμε πίσω κάτι από τα Φόκλαντ. Όλοι λέγαμε επίσημα ότι δεν έπρεπε να ανακατεύουμε τα πράγματα, αλλά αυτό ήταν ψέματα.
Ήταν κάτι περισσότερο από το να κερδίσουμε έναν αγώνα, ήταν κάτι περισσότερο από το να αποκλείσουμε την Αγγλία από το Μουντιάλ. Κατά κάποιο τρόπο ρίχναμε το φταίξιμο στους Άγγλους παίκτες για τα όσα είχαν συμβεί, για όλα όσα είχε υποφέρει ο λαός της Αργεντινής. Ξέρω ότι φαίνεται τρελό, εντελώς παλαβό, αλλά έτσι νιώθαμε. Ήταν κάτι που ξεπερνούσε τις δυνάμεις μας. Υπερασπιζόμασταν τη σημαία μας, τα νεκρά παιδιά, τους επιζώντες…
Το δεύτερο γκολ, μου φαίνεται σαν ψέμα ότι το έβαλα, σοβαρά. Όχι επειδή το έβαλα εγώ, αλλά φαίνεται ότι είναι αδύνατον να μπει ένα τέτοιο γκολ, μπορεί να το ονειρεύεσαι αλλά δεν γίνεται να το πετύχεις. Τώρα έχει γίνει πια μύθος και γι αυτό έχουν πει ένα σωρό πράγματα, όπως ότι εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα μια συμβουλή που μου είχε δώσει ο αδερφός μου… Όχι, εκείνη τη στιγμή δεν το κατάλαβα, αλλά μετά σκέφτηκα ότι κάτι πρέπει να πέρασε από το μυαλό μου, γιατί πέτυχα το γκολ όπως μου είχε πει ο αδερφός μου ο Τούρκο. Στις 13 Μαΐου του 1981, σε μια περιοδεία με την Εθνική ομάδα, στο παιχνίδι εναντίον της Αγγλίας στο Γουέμπλεϊ, είχα κάνει μια παρόμοια ενέργεια και έστειλα την μπάλα στα πλάγια τη στιγμή που ο τερματοφύλακας είχε κάνει έξοδο. Η μπάλα δεν καρφώθηκε στο τέρμα, στο τσακ, ενώ εγώ ήδη πανηγύριζα το γκολ. Ο Τούρκο μου τηλεφώνησε και μου είπε: «Χαζέ! Δεν έπρεπε να επιχειρήσεις να περάσεις την μπάλα πάνω από τον τερματοφύλακα… Έπρεπε να του κάνεις προσποίηση, αφού ήδη είχε πέσει κάτω». Κι εγώ του απάντησα: «Το λες αυτό μπάσταρδε γιατί το είδες στην τηλεόραση». Αλλά είχε δίκιο: «Όχι, Πέλου, αν τους είχες κάνει προσποίηση, θα πήγαινες δεξιά και θα έβαζες το γκολ με το δεξί, καταλαβαίνεις;». Κι ήταν μόνο εφτά χρονών ο μπόμπιρας! Κι έτσι αυτήν την φορά έπαιξα όπως μου είχε πει ο αδερφός μου.
Αυτό που επίσης είναι αλήθεια, και το διηγούμαι σαν μύθο, είναι ότι εγώ έβλεπα τον Βαλντάνο, που έτρεχε στα αριστερά μου, να ανοίγει προς το δεύτερο δοκάρι… Συνέβη, το εξής: ξεκίνησα από πίσω, κινούμενος προς τα δεξιά. Πάτησα την μπάλα, έκανα στροφή, και πέρασα ανάμεσα από τον Μπέρντσλεϊ και τον Ριντ. Τότε έβαλα ήδη το τέρμα ως στόχο, αν και μου έμειναν μερικά μέτρα ακόμα… Πέταξα την μπάλα μπροστά στον ελεύθερο χώρο και πέρασα τον Μπούτσερ κι από εκεί και πέρα άρχισε να βοηθάει ο Βαλντάνο κι εκείνος που βρισκόταν μόνος του εναντίον του Σίλτον… Αλλά ο Φένγουικ δεν έβγαινε! Τότε γύρισα προς το μέρος του, έκανα προσποίηση ότι θα έστελνα την μπάλα στα δίχτυα και πήγα προς τα έξω, στα δεξιά… Τότε ο Φένγουικ μου έκανε ένα φοβερό κλάδεμα! Συνέχισα, και να σου μπροστά μου ο Σίλτον…
Ήμουν στο ίδιο ακριβώς σημείο όπως σε εκείνη την φάση στο Γουέμπλεϊ, στο ίδιο ακριβώς σημείο! Πήγα να βάλω το γκολ με τον ίδιο ακριβώς τρόπο, αλλά… ο Κύριος με τη Γενειάδα (ο Θεός) με φώτισε και θυμήθηκα… Ο Σίλτον έχασε την προσποίηση… Τότε έφτασα στο βάθος και έκανα, τακ, και η μπάλα καρφώθηκε στα δίχτυα…
Και γαμώ τα γκολ… γκολάρα! Αλλά και το άλλο γκολ το ευχαριστήθηκα πολύ. Μερικές φορές μου αρέσει περισσότερο το πρώτο, αυτό που σκόραρα με το χέρι. Τώρα μπορώ να εξομολογηθώ αυτό που εκείνη την στιγμή δεν γινόταν να πω, αυτό που τότε αποκάλεσα το «χέρι του Θεού»… Ποιο χέρι του Θεού και κουραφέξαλα, το χέρι του Ντιέγκο ήταν! Σαν να είχα βάλει χέρι στο θησαυροφυλάκιο της Αγγλίας.
Έκανα φοβερή προσπάθεια. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν ξέρω πως κατάφερα να πηδήξω τόσο ψηλά. Σήκωσα την αριστερή μου γροθιά κι έριξα πίσω το κεφάλι μου. Ο τερματοφύλακας, ο Πίτερ Σίλτον ούτε καν το κατάλαβε. Ο πρώτος που άρχισε να διαμαρτύρεται πως ήταν χέρι ήταν ο Φένγουικ, που ερχόταν πίσω μου. Κι αυτό όχι επειδή το είχε δει, αλλά επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχα πηδήξει πιο ψηλά από τον τερματοφύλακα. Όταν είδα τον επόπτη να τρέχει προς το κέντρο του αγωνιστικού χώρου, έστρεψα το πρόσωπο μου προς την εξέδρα όπου καθόταν ο πατέρας μου με τον πεθερό μου και άρχισα να πανηγυρίζω μαζί τους… Ο γέρος μου είχε βγει ο μισός έξω, σίγουρος ότι είχα βάλει το γκολ με κεφαλιά! Τα είχα χάσει από την χαρά μου, γιατί πανηγύριζα με την αριστερή γροθιά σηκωμένη, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού μου να δω τι έκαναν οι επόπτες. Φαντάσου να με έβλεπε ο διαιτητής και να υποπτευόταν! Ευτυχώς δεν πήρε τίποτα είδηση. Εκείνη την στιγμή όλη η αγγλική ομάδα διαμαρτυρόταν στον διαιτητή. Ήταν και γαμώ τα γκολ, γκολάρα, μπουκιά και συχώριο. Όπως είπα σ έναν Άγγλο δημοσιογράφο, ένα χρόνο αργότερα: «Ήταν ένα τελείως νόμιμο γκολ, εφόσον ο διαιτητής το επικύρωσε. Δεν είναι δικό μου θέμα να αμφισβητήσω την εντιμότητα του διαιτητή». Μετά βέβαια όλοι ήθελαν να με σκοτώσουν».
Και γαμώ τα γκολ… γκολάρα! Αλλά και το άλλο γκολ το ευχαριστήθηκα πολύ. Μερικές φορές μου αρέσει περισσότερο το πρώτο, αυτό που σκόραρα με το χέρι. Τώρα μπορώ να εξομολογηθώ αυτό που εκείνη την στιγμή δεν γινόταν να πω, αυτό που τότε αποκάλεσα το «χέρι του Θεού»… Ποιο χέρι του Θεού και κουραφέξαλα, το χέρι του Ντιέγκο ήταν! Σαν να είχα βάλει χέρι στο θησαυροφυλάκιο της Αγγλίας.
Έκανα φοβερή προσπάθεια. Ούτε εγώ ο ίδιος δεν ξέρω πως κατάφερα να πηδήξω τόσο ψηλά. Σήκωσα την αριστερή μου γροθιά κι έριξα πίσω το κεφάλι μου. Ο τερματοφύλακας, ο Πίτερ Σίλτον ούτε καν το κατάλαβε. Ο πρώτος που άρχισε να διαμαρτύρεται πως ήταν χέρι ήταν ο Φένγουικ, που ερχόταν πίσω μου. Κι αυτό όχι επειδή το είχε δει, αλλά επειδή δεν μπορούσε να καταλάβει πως είχα πηδήξει πιο ψηλά από τον τερματοφύλακα. Όταν είδα τον επόπτη να τρέχει προς το κέντρο του αγωνιστικού χώρου, έστρεψα το πρόσωπο μου προς την εξέδρα όπου καθόταν ο πατέρας μου με τον πεθερό μου και άρχισα να πανηγυρίζω μαζί τους… Ο γέρος μου είχε βγει ο μισός έξω, σίγουρος ότι είχα βάλει το γκολ με κεφαλιά! Τα είχα χάσει από την χαρά μου, γιατί πανηγύριζα με την αριστερή γροθιά σηκωμένη, κοιτάζοντας με την άκρη του ματιού μου να δω τι έκαναν οι επόπτες. Φαντάσου να με έβλεπε ο διαιτητής και να υποπτευόταν! Ευτυχώς δεν πήρε τίποτα είδηση. Εκείνη την στιγμή όλη η αγγλική ομάδα διαμαρτυρόταν στον διαιτητή. Ήταν και γαμώ τα γκολ, γκολάρα, μπουκιά και συχώριο. Όπως είπα σ έναν Άγγλο δημοσιογράφο, ένα χρόνο αργότερα: «Ήταν ένα τελείως νόμιμο γκολ, εφόσον ο διαιτητής το επικύρωσε. Δεν είναι δικό μου θέμα να αμφισβητήσω την εντιμότητα του διαιτητή». Μετά βέβαια όλοι ήθελαν να με σκοτώσουν».
0 σχόλια:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !