Σταθερά στο περιθώριο λοιπόν για ακόμη μια φορά σε αυτό που ονομάζεται ζωή. Εσώκλειστοι, φυλακισμένοι καλύτερα, σε μια πόλη που θαρρείς και κάποιοι πολύ έντεχνα και ορχηστρικά,
φρόντισαν να «τσιμεντοποιήσουν» και να διαμορφώσουν αναλόγως, κατορθώνοντας να σβήσουν
μονοκονδυλιά όλα τα χρώματα και τις εκφράσεις αυτής και να τα βάψουν όλα στο χρώμα του τσιμέντου.
φρόντισαν να «τσιμεντοποιήσουν» και να διαμορφώσουν αναλόγως, κατορθώνοντας να σβήσουν
μονοκονδυλιά όλα τα χρώματα και τις εκφράσεις αυτής και να τα βάψουν όλα στο χρώμα του τσιμέντου.
Λες και ένα σκούρο σύννεφο ήρθε και κάθισε πάνω από τα κεφάλια μας, μια ιδιότροπη κατοχική χούντα της διάθεσης και του κεφιού μας, που εγκαθίδρυσε ένα καθεστώς μουντής μελαγχολίας. Καταργώντας όλες τις εποχές, μια συνεχόμενη επανάληψη, ένα χιλιοπαιγμένο σήριαλ που έχουμε αποστηθίσει κάθε ατάκα και δε μας φαίνεται τίποτα διαφορετικό.
Όλα είναι τόσο όμοια μεταξύ τους, μια απέραντη πόλη που ενώ είναι γεμάτη ψηλά κτίρια, θαρρείς τόσο πυκνά χτισμένα που είναι ότι όλοι μένουν σε ανήλιαγα υπόγεια, σα ποντίκια ένα πράμα. Ανθρώπινες ψυχές στοιβαγμένες η μία δίπλα στην άλλη, πολλές φορές και μερικές στριμωγμένες και από πάνω τους, μα τόσο μοναχικές και άγνωστες.
Αυτό το γκρι χρώμα του τσιμέντου σε κάνει να μη θέλεις να βλέπεις κανέναν, να μη μπορείς να επικοινωνήσεις, να αδυνατείς ακόμα και να αγαπήσεις κάποιον. Η ανθρωπιά έχει αφήσει τη θέση της στη μισαλλοδοξία και στο ρατσισμό, μια απέραντη έκταση γεμάτη ηλιθίους που διαγωνίζονται για το μεγαλύτερο επίτευγμα βλακείας.
Ο φόβος κυριαρχεί παντού και οι λιγοστές ανθρώπινες ψυχές που απέμειναν εντός αυτού του τσιμεντένιου φρουρίου αρχικά κλείστηκαν στα σπίτια τους για να σώσουν τις ζωές τους, με απότέλεσμα σταδιακά αλλά σταθερά να χώνονται όλο και πιο πολύ μέσα στις ψυχές τους. Φυλακισμένοι σε ένα ιδιότυπο καθεστώς παράνοιας και μελαγχολίας, αρνούνται το δικαίωμα στη ζωή.
Παντού σιωπή, όλοι κρύβονται και προσμένουν καρτερικά και βασανιστικά το τέλος τους. Μόνοι, φοβικοί, ανήμποροι ακόμα και απλά όνειρα να κάνουν, για ένα καλύτερο αύριο, μια πιο όμορφη και διαφορετική ζωή. Κανείς δε τολμά να εναντιωθεί, να αντιδράσει σε όσα περίεργα βασανιστήρια τον υποβάλλουν, ουδείς δε βρίσκεται απέναντι από αυτό το αδυσώπητο και σκληρό μηχανισμό του συστήματος. Όλοι νικημένοι, προδομένοι από τον ίδιο τους τον εαυτό.
Τα πάρκα και οι αλάνες έχουν μεταλλαχθεί σε σκουπιδότοπους. Τα παγκάκια λογίζονται πλέον ως κατοικίες των αμέτρητων αστέγων αυτής της απέραντης τσιμεντούπολης. Κανένας δε μπορεί να υπολογίσει τον ακριβή αριθμό αστέγων αλλά και πόσων καθημερινά καταδικάζονται σε αυτή την άθλια μοίρα.
Το φάντασμα πλέον κινείται αγέρωχο στα δύσοσμα στενά της πόλης και ολοένα και γιγαντώνεται, καθώς ο φόβος και η ανυπαρξία ελεύθερης βούλησης και θέλησης εκλείπει από παντού. Λες και ψέκασαν τους πάντες με ένα ειδικό φάρμακο που προκαλεί αποχαύνωση και τρόμο σε κάθε τι που ενέχει ελευθερία και χαρά.
Στόματα ερμητικά κλειστά, μάτια και αυτιά που ακούν επιλεκτικά και αμέτρητες θλιμμένες εκφράσεις που σου θυμίζουν ότι κάποτε σε αυτόν τον τόπο γεννήθηκε η τραγωδία αλλά για να διασκεδάσει και όχι για να
δυναστεύσει τα υπόλοιπα συναισθήματα.
Γέλιο δεν ακούς πουθενά, ούτε καν από τα παιδιά, και αυτά λες και μεταμορφώθηκαν σε καταθλιπτικά ώριμα τέκνα, χωρίς μέλλον και διάθεση για ζωή.
Μόνο από μερικά γνωστά σημεία μπορείς και ακούς χαμόγελα και δυνατές κουβέντες. Είναι τα σπίτια, οι γιάφκες, αυτών που πήγαν με το σύστημα. Όλοι αυτοί που εξυπηρέτησαν και πούλησαν εκδούλευση στο σύστημα και υπήρξαν μέρη στο μηχανισμό του. Γρανάζια διαπλοκής, που πουλώντας συνειδήσεις και αρχές, κατάφεραν να επιβιώσουν, αφού πρώτα βοήθησαν το κατεστημένο να ολοκληρώσει το έργο του. Να κατακτήσει την κοινωνία των ανθρώπων, αφού πρώτα την καταστήσει άβουλη και φοβική.
Είναι αυτοί οι ίδιοι που στις δικαστικές τους αίθουσες έκριναν συνταγματικό και νόμιμο τις νομοθετικές ληστρικές επιδρομές στον απλό πολίτη. Αυτοί που αδιάφορα σφύριζαν όταν οι αυτοκτονίες αυξάνονταν με γεωμετρική πρόοδο στην κοινωνία μας, από ανθρώπους που ενώ είχαν δώσει όλη τη ζωή τους στην εργασία, δεν ήταν σε θέση να καλύψουν ούτε τα προς το ζην τους και ο τερματισμός της ζωής που δε μπορούσαν να υποστηρίξουν, γινόταν μονόδρομος. Οι ηθικοί αυτουργοί που έδεναν στις φυλακές και γέμιζαν τα κελιά με πολίτες που χρωστούσαν μερικές εκατοντάδες ευρώ, ενώ επέτρεπαν στα μεγάλα ψάρια της φοροδιαφυγής και των μεγάλων χρεών προς το κράτος, να απολαμβάνουν μια χλιδάτη και πλούσια ζωή.
Τώρα όμως τα χαμόγελα κόπηκαν και για αυτούς μαχαίρι. Πίστεψαν ότι αν καταφέρουν να εξουθενώσουν και ουσιαστικά να θέσουν εκτός μάχης όλους αυτούς που είχαν το κουράγιο και το θάρρος να βγουν
στους δρόμους και να διαδηλώσουν, αφού τους γίνει πλήρη οικονομική αφαίμαξη, αυτοί θα μπορούσαν να συνεχίσουν αλώβητοι την όμορφη και κεφάτη ζωούλα τους. Έπεσαν όμως στο λάκκο που έσκαβαν για τους άλλους, γιατί η νέα τάξη καθαρμάτων που υπηρετούν, αφού τους χρησιμοποίησε, τους έκανε στην άκρη σαν χρησιμοποιημένες λεμονόκουπες. Ήρθε η σειρά τους τώρα να βιώσουν τις νόμιμες ληστρικές επιδρομές του κράτους στα πορτοφόλια τους και να ζήσουν το συναίσθημα του φόβου για επιβίωση.
Τα ίδια και χειρότερα ζουν τις στιγμές που γράφεται αυτό το κείμενο και τα σκυλιά που φυλούσαν διαχρονικά όλες τις μορφές συμμοριών του κατεστημένου. Μέχρι τώρα πίστευαν πως δε θα τους λείψει ούτε ευρώ, αρκεί να «σπάσουν» το ηθικό των εξεγερμένων, αυτών που τόλμησαν να εναντιωθούν στο μηχανισμό και να τα βάλουν με τα αφεντικά τους. Και αυτό θα γινόταν μόνο αν έσπαζαν στο ξύλο τους πάντες, ανάπηρους, γέρους και γυναίκες. Ακόμα και αυτούς που είχαν σηκωμένα τα χέρια και λευκή πετσέτα στα χέρια. Έπρεπε να μετατρέψουν τη δίψα του κόσμου για διαμαρτυρία, σε μια αξέχαστη τραγική ανάμνηση. Με δολοφονικά και άνανδρα χημικά, μπόλικο ξύλο και ανυπολόγιστη βία, λεκτική και σωματική, φρόντισαν να καταφέρουν αυτό σε μεγάλο μέρος.
Τώρα που φαίνεται πως η κοινωνία το σκέφτεται δυο και τρεις φορές προτού σηκωθεί από τον καναπέ της για να βγει στο δρόμο, αυτοί χάνουν τη γη κάτω από τα πόδια τους, αφού το κράτος δε χρειάζεται πλέον τόσα πολλά σκυλιά για τη φύλαξη της «τάξης» και της «ασφάλειας» και τους στέλνει από εκεί που ήρθαν. Στον ίδιο λάκκο λοιπόν και αυτοί και πλέον μόνο οι πολιτικοί ρουφιάνοι αυτού του τόπου, παρέα με τα νέα σκυλιά των ναζί που προσέλαβαν, διαφεντεύουν τις τύχες αυτού του τόπου.
Αυτής της τσιμεντένιας Βαβυλώνας, που όλοι εμείς καλούμαστε πλέον να ελευθερώσουμε από τα τσιμεντένια δεσμά της. Να ρίξουμε τους φράκτες που έχουν σηκώσει όλοι αυτοί και να αφήσουμε τον καθαρό αέρα να δώσει επιτέλους πολύτιμες ανάσες οξυγόνου σε όσους ασφυκτιούν από αυτή τη σύγχρονη φυλακή.
Ραντεβού στους δρόμους, οι μάχες εκεί κερδίζονται.
0 σχόλια:
Speak up your mind
Tell us what you're thinking... !